Οµώνυµα ή Οµόηχα λέγονται οι λέξεις που προφέρονται το ίδιο, αλλά έχουν διαφορετική σηµασία. Οι οµόηχες λέξεις έχουν συνήθως και διαφορετική ορθογραφία. Μερικές από τις συχνότερες οµόηχες λέξεις είναι:
δανεικός (< δανείζω) | δανικός (από τη Δανία) | ||||||
διάλειµµα (διακοπή) | διάλυµα (< διαλύω) | ||||||
έκκληση (~ σε βοήθεια) | έκλυση (~ θερµότητας) | ||||||
εξάρτηση (< εξαρτώµαι) | εξάρτυση (~ του στρατιώτη) | ||||||
εφορία (οικονοµική υπηρεσία) |
ευφορία ( α) πλούσια παραγωγή, β) ευεξία) |
||||||
κλίµα (ενός τόπου) | κλήµα (το αµπέλι) | ||||||
κλείνω (την πόρτα) | κλίνω (ένα ρήµα) | ||||||
κόµµα (το σηµείο στίξης) | κώµα (λήθαργος) | ||||||
κριτικός (αυτός που ασκεί κριτική) | κρητικός (από την Κρήτη) | ||||||
λίρα (το νόµισµα) | λύρα (το µουσικό όργανο) | ||||||
λιµός (πείνα) | λοιµός (επιδηµική νόσος) | ||||||
λυτός (αυτός που έχει λυθεί) | λιτός (αυτός που αρκείται σε λίγα) | ||||||
όρος (συµφωνία) | όρος (βουνό) | ||||||
σήκω (ρήµα) | σύκο (το φρούτο) | ||||||
σατιρικός (αυτός που σατιρίζει) | σατυρικός (ο σχετικός µε το σάτυρο) | ||||||
σκηνή (η) | σκοινί (το) | ||||||
σωρός (ο) (στοίβα από πράγµατα) | σορός (η) ( το νεκρό σώµα) | ||||||
τοίχος (ο) | τείχος (το) | ||||||
ύλη (το υλικό) | ίλη (µονάδα τεθωρακισµένων) | ||||||
φύλλο (δέντρου) | φύλο (αρσενικό ή θηλυκό) | ||||||
χήρος (αυτός που έχασε τη γυναίκα του) | χοίρος (το γουρούνι) | ||||||
ψηλός ( αυτός που έχει ύψος) | ψιλός (λεπτός) |
0 σχόλια: