Το πρώτο μνημονικό σύστημα
του ΜΕΠ το οποίο αναφέρεται στην αισθητηριακή μνήμη ή αισθητηριακή συγκράτηση
επισημαίνεται ότι πρωταρχικής σημασίας στοιχεία για τη μάθηση είναι η εστίαση και τη
διατήρηση της προσοχής των μαθητών σε σημαντικές πληροφορίες
ώστε αυτές οι πληροφορίες να μεταβιβαστούν στο επόμενο μνημονικό σύστημα για
βραχυχρόνια συγκράτηση και επεξεργασία. Είναι σημαντικό ο εκπαιδευτικός να σχεδιάζει
και να οργανώνει τη διδασκαλία του με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχει τη
δυνατότητα και την ευκαιρία στους μαθητές να μπορούν να εστιάζουν και να
διατηρούν την προσοχή τους στις κατάλληλες πληροφορίες. Οι περιορισμοί στη
χωρητικότητα των πληροφοριών που υπάρχουν στο δεύτερο μνημονικό σύστημα τη βραχύχρονη μνήμη μου
μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα ιδιαίτερα στους μικρούς μαθητές που δεν
μπορούν να συγκρατήσουν πολλές πληροφορίες. Όταν προσφέρονται πολλές
πληροφορίες στους μαθητές και μάλιστα πολύ γρήγορα οι μαθητές δεν έχουν την
ικανότητα να τις συγκρατήσουν όλες με αποτέλεσμα πολλές σημαντικές πληροφορίες να
χαθούν σύμφωνα με τις θεωρίες της λήθης και να μη μεταβιβαστούν στο επόμενο
μνημονικό σύστημα της μακροχρόνιας μνήμης για μακρόχρονη συγκράτηση. Ο
εκπαιδευτικός μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές να ξεπεράσουν αυτό τον περιορισμό
των πληροφοριών του επτά συν πλην δύο μονάδων και να διευρύνει τη χωρητικότητα
της βραχυχρόνιας μνήμης χρησιμοποιώντας τις εξής εκπαιδευτικές δραστηριότητες :
μειώνει την ποσότητα και τον όγκο των πληροφοριών και επιλέγει εκείνες που
είναι σημαντικές και κατάλληλες για το μαθητή χρησιμοποιεί συχνά τις
τεχνικές της συνένω-σης και της επανάληψης των πληροφοριών βοηθάει το
μαθητή να χρησιμοποιεί τις μετα-γνωστικές ικανότητές του δηλαδή να
σκέπτεται πως λειτουργούν οι γνωστικές διαδικασίες του και στη συνέχεια να
ελέγχει και να ρυθμίζει τη μαθησιακή διαδικασία του.
Το τρίτο μνημονικό σύστημα η μακρόχρονη μνήμη
περιλαμβάνει τη δηλωτική, τη διαδικαστική και την υποθετική γνώση ή
αν χρησιμοποιήσουμε την άλλη ταξινόμηση την έκδηλη δηλωτική και την άδηλη διαδικαστική
γνώση. Η ανάσυρση και χρήση αυτών των πληροφοριών από το μνημονικό αυτό σύστημα
που αποτελεί τον ταμιευτήρα της γνώσης εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο
αυτές οι πληροφορίες έχουν κωδικοποιηθεί, συγκρατηθεί και οργανωθεί στο
μνημονικό αυτό σύστημα. Όσο πιο πολύ κωδικοποιημένες λογικά οργανωμένες και
σημασιολογικά συνδε-δεμένες είναι οι γνώσεις που αποκτά ο μαθητής από τη
διδασκαλία τόσο πιο εύκολα γρήγορα και χωρίς κόπο μπορεί να τις ανασύρει
δηλαδή να τις θυμηθεί και να τις χρησιμοποιήσει στη μάθηση. Μπορούμε να
πούμε ότι στόχος κάθε εκπαιδευτικό διδακτικής δραστηριότητας είναι να
αποκτήσουν οι μαθητές ικανότητες για μια καλή και σωστή επεξεργασία των πληροφοριών
δηλαδή να βελτιώσουν και να μεγιστοποιήσουν τις μνημονικές λειτουργίες τους και
να γίνουν καλοί επεξεργαστές των πληροφοριών.
Το μοντέλο επεξεργασίας των πληροφοριών
Με τη γνωστική επανάσταση
στην ψυχολογία καθιερώθηκε ένα ενιαίο θεωρητικό επιστημονικό πλαίσιο το μοντέλο
επεξεργασίας των πληροφοριών. Όπως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής έτσι και ο
ανθρώπινος εγκέφαλος προσλαμβάνει τις πληροφορίες (εισερχόμενα ερεθίσματα) τις
κωδικοποιεί ,τις οργανώνει ,τις αποθηκεύει στις κατάλληλες δομές του μνημονικού
συστήματος που τις επεξεργάζεται και τις αναπλάθει με έμφαση τις ήδη καταχωρημένες
πληροφορίες και παράγει νέες μορφές συμπεριφοράς (εξερχόμενη συμπεριφορά). Στον
ηλεκτρονικό υπολογιστή υπάρχουν μονάδες εισόδου: το πληκτρολόγιο, το ποντίκι
και ο σαρωτής ,αντίστοιχα και στον ανθρώπινο εγκέφαλο υπάρχουν οι αισθητηριακοί
υποδοχείς που προσλαμβάνουν τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα οπτικά και ακουστικά
τα απτικά και άλλα. Οι κεντρικές λειτουργίες επεξεργασίας είναι κοινές και
υπάρχουν ανα-λογίες ανάμεσα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και στον ανθρώπινο
εγκέφαλο. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής διαθέτει την κεντρική μονάδα επεξεργασίας
στην οποία πραγματοποιούνται οι ποικίλες μορφές επεξεργασίας των πληροφοριών
και στον ανθρώπινο εγκέφαλο αντίστοιχα ενεργοποιούνται οι γνωστικές λειτουργίες
όπως η αντίληψη η προσοχή η μνήμη η σκέψη η γλώσσα η λήψη αποφάσεων οι
οποίες είναι υπεύθυνες για τη ροή και για την επεξεργασία των πληροφοριών.
Υπάρχουν αναλογίες και στις μονά-δες εξόδου. Στον ηλεκτρονικό υπολογιστή
υπάρχει η οθόνη ο εκτυπωτής και στον ανθρώπινο εγκέφαλο οι αντιδράσεις και η
έκδηλη συμπεριφορά δηλαδή η επίλυση ενός προβλήματος η κατανόηση ενός κειμένου
κ.ά.
Οι αναλογίες μεταξύ της ανθρώπινης
σκέψης και της λειτουργίας του Η/Υ στηρίζονται στις παρακάτω θέσεις:
α) ότι ο ανθρώπινος νους λειτουργεί ως σύστημα
επεξεργασίας των πληροφοριών
β) η γνωστική λειτουργία ως εφαρμογή των γνωστικών
διαδικασιών
γ) η μάθηση ως απόκτηση της γνώσης
Οι άνθρωποι μαθαίνουν τις νέες πληροφορίες σε διαδοχικά στα-δια τα
οποία έχουν περιορισμένες δυνατότητες να υποστούν επεξεργασία αλλά ο βρίσκονται
σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους δηλαδή οι προϋπάρχουσες γνώσεις επηρεάζουν το τι
και το πώς θα μάθουμε τις νέες πληροφορίες .Παρατήρησαν σε έρευνες οι επιστήμονες
ότι ο ανθρώπινος νους λειτουργεί όπως ένας μεγάλος αριθμός υπολογιστών οι
οποίοι εργάζονται συγχρόνως με αργό ρυθμό εκτελώντας ο καθένας μια ιδιαίτερη
και εξειδικευμένη γνωστική λειτουργία.
Η σχολική μάθηση σύμφωνα με το Μ. Ε. Π. είναι μια ενεργητική διαδικασία
απόκτησης της γνώσης κατά την οποία οι πληροφορίες και οι γνώσεις
μεταβιβάζονται από το δάσκαλο στο μαθητή. Το μοντέλο επεξεργασίας πληροφοριών
αποτελεί ουσιαστικά ένα μοντέλο της ανθρώπινης μνήμης. Τα βασικά δομικά μέρη
του συστήματος είναι: τα μνημονικά αποθέματα και ονομάζονται αισθητηριακή
συγκράτηση ή αισθητηριακή μνήμη, βραχύχρονη μνήμη η οποία περιλαμβάνει και τη
μνήμη εργασίας ή ενεργό μνήμη και τη Μακρόχρονη Μνήμη. Κάθε μέρος του
συστήματος ποικίλλει ως προς την ποσότητα των πληροφοριών τις οποίες μπορεί να
επεξεργαστεί ,το χρόνο που μπορεί να τις συγκρατήσει και τον τρόπο με τον οποίο
θα τις κωδικοποιήσει. Οι διαδικασίες ελέγχου είναι ευέλικτες γνωστικές διαδικασίες
επεξεργασίας οι οποίες δρομολογούν και ελέγχουν τη ροή των πληροφοριών ανάμεσα
στα μνημονικά αποθέματα ,ρυθμίζουν την αλληλεπίδραση τους με τη θέλησή του
ατόμου και προσδιορίζουν αποφασιστικά την απόκτηση της γνώσης. Αυτές οι
διαδικασίες που πλαισιώνουν όλο το μνημονικό σύστημα αναφέρονται στην
αντίληψη ,στην προσοχή ,στην κωδικοποίηση ,στη συγκράτηση και στην ανάσυρση των
πληροφοριακών ερεθισμάτων. Οι διαδικασίες αυτές διαδραματίζουν σημαντικό
ρόλο στο μοντέλο επεξεργασίας των πληροφοριών γιατί το άτομο αποφασίζει εάν
πότε και πώς θα χρησιμοποιήσει και θα αξιοποιήσει τα πληροφοριακά ερεθίσματα
για να αποκτήσει γρήγορα, ευχάριστα και με ασφαλή τρόπο τη γνώση. Η λειτουργία
αυτών των διαδικασιών ελέγχου στηρίζεται στις μεταγνωστικές ικανότητες του
ατόμου .
Η λειτουργία του μοντέλου επεξεργασίας πληροφοριών ξεκινά από τη στιγμή
που ποικίλα περιβαλλοντικά ερεθίσματα που φτάνουν στους αισθητηριακούς
υποδοχείς του ατόμου. Ο αριθμός των
περιβαλλοντικών αυτών ερεθισμάτων είναι πολύ μεγάλος όμως μόνο λίγα συλλαμβάνονται
από την αισθητηριακή συγκράτηση και παραμένουν εκεί για ελάχιστο χρονικό
διάστημα το οποίο υπολογίζεται μεταξύ μισού και ενός δευτερολέπτου ενώ
τα υπόλοιπα χάνονται αμέσως . Η επιλογή των ερεθισμάτων που θα συγκρατηθούν στο
πρώτο αυτό έχουν τμήμα του μοντέλου επεξεργασίας πληροφοριών ώστε να υποστούν
μεγαλύτερη επεξεργασία στη συνέχεια καθορίζεται από δύο βασικές διαδικασίες
ελέγχου: την αντίληψη και την προσοχή . Και οι δύο αυτές διαδικασίες
σχετίζονται με εσωτερικές νοητικές διεργασίες του ατόμου δηλαδή με τις
προϋπάρχουσες γνώσεις που αντλούνται από τη μακρόχρονη μνήμη. Όσον αφορά την
προσοχή σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η φύση και η δομή των ερεθισμάτων. Τα
ερεθίσματα που επιλέγονται από την αισθητηριακή συγκράτηση για περισσότερη
επεξεργασία αφού μετασχηματιστούν και πάρουν ακουστική συνήθως μορφή
κωδικοποίησης εισέρχονται στο τμήμα της βραχυχρόνιας μνήμης η οποία έχει τη
δυνατότητα να συγκρατεί μόνο 7+ 2ενότητες πληροφοριών και για ένα σύντομο
διάστημα που κυμαίνεται μεταξύ είκοσι και τριάντα δευτερόλεπτα. Οι πληροφορίες
που φτάνουν στη βραχύχρονη Μνήμη οργανώνονται σε συνενώσεις και συγκρατούνται
με τη διαδικασία της επανάληψης η οποία μπορεί να είναι μηχανιστική εσωτερική επανάληψη
που αναφέρεται ως επανάληψη συγκράτησης ή συντήρησης ή να είναι επανάληψη κατά
την οποία γίνεται η σύνδεση των νέων πληροφοριών με προηγούμενες που είναι ήδη
καταχωρισμένες στη μακρόχρονη μνήμη οπότε αναφέρεται ως επανάληψη επεξεργασίας.
Ένα μέρος της βραχυχρόνιας μνήμης είναι η ενεργός μνήμη ή μνήμη εργασίας η
οποία θεωρείται το κέντρο της συνείδησης όπου και λαμβάνει χώρα η
προσπάθεια να θυμηθούμε κάτι ,να φανταστούμε κάποια σκηνή ή να σκεφτούμε
συνειδητά κάτι. Εδώ το άτομο χρησιμοποιεί τις μεταγνωστικές ικανότητές του και
στη συνέχεια συντονίζει ,ελέγχει και ρυθμίζει την πραξιακή του συμπεριφορά
δηλαδή επιλύει για παράδειγμα ένα φυσικό -μαθηματικό ή κοινωνικό πρόβλημα,
κατανοεί τη σημασία ενός κειμένου κ.ά. Το τελευταίο μέρος του συστήματος επεξεργασίας
των πληροφοριών είναι η μακρόχρονη μνήμη η οποία μπορεί να θεωρηθεί η αποθήκη
όπου φυλάσσονται οι πληροφορίες. Οι πληροφορίες που φτάνουν σε αυτό το στάδιο
αποθηκεύονται και καταχωρίζονται με διάφορους τρόπους, ο αριθμός τους είναι
απεριόριστος και μπορούν να παραμείνουν εκεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Σημαντικό
ρόλο για την αποθήκευση και τη συγκράτηση των πληροφοριών στη μακρόχρονη μνήμη
παίζει ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται και καταχωρίζονται αυτές οι
πληροφορίες. Όπως σε μια αποθήκη ή σε μια ντουλάπα είναι εύκολο να βρούμε κάτι
όταν το έχουμε προσεκτικά τοποθετήσει στη σωστή θέση έτσι και με τη μακρόχρονη
μνήμη είναι εύκολο να βρούμε και να θυμηθούμε τις πληροφορίες μόνο που όταν τις
έχουμε προηγουμένως καταχωρίσει με συστηματικό τρόπο δηλαδή τις έχουμε συνδέσει
νοηματικά με τις ήδη υπάρχουσες αρχειοθετημένες πληροφορίες στο μυαλό μας. Η
μάθηση αφορά τη διαδικασία της προσαρμογής της συμπεριφοράς στην εμπειρία ενώ η
μνήμη αφορά τη μόνιμη συγκράτηση των πληροφοριών που βρίσκεται πίσω από την
προσαρμογή αυτή. Στο πλαίσιο του ΜΕΠ ένας από τους βασικούς στόχους του
εκπαιδευτικού είναι να βοηθήσει τους μαθητές να προσλαμβάνουν να συγκρατούν και
να ενθυμούνται ευκολότερα τις πληροφορίες - γνώσεις.
Για τη διευκόλυνση της μαθησιακής διαδικασίας
εφαρμόζουμε μερικές εκπαιδευτικο-διδακτικές αρχές για τη βελτίωση της
μνημονικής διαδικασίας.
1.Παροχή εκτεταμένων γενικών και
εξειδικευμένων γνώσεων. Οι προϋπάρχουσες γνώσεις είναι απαραίτητες προϋποθέσεις
για να μάθει το άτομο να αποκτήσει νέες γνώσεις. Έρευ-νες έχουν επισημάνει τη
σημασία της γνώσης για την κατανόηση και την ανάσυρση των νέων πληροφοριών.
Όταν ένα άτομο δια-θέτει πολλές γνώσεις για ένα αντικείμενο μπορεί ευκολότερα
να μάθει και να θυμάται πληροφορίες σχετικές με αυτή την περιοχή γνώσεων.
2. Οι νέες πληροφορίες και γνώσεις
πρέπει να έχουν νόημα και σημασία και να συνδέονται με τις ήδη υπάρχουσες
αρχειοθετημένες γνώσεις. Οι νέες πληροφορίες πρέπει να έχουν σημασιολογικό
περιεχόμενο και να μπορούν οι μαθητές να ενεργοποιούν τα υπάρχοντα γνωστικά
τους σχήματα και να συνδέουν τις νέες με τις παλιές καταχωρισμένες γνώσεις. Η
ανάσυρση των πληροφοριών επιτυγχάνεται καλύτερα όταν ο μαθητής ενεργοποιεί ένα
σκελετό κατανόησης για να αναπαριστά τις νέες πληροφορίες. Εάν οι μαθητές διαβάζουν
απλώς μια παράγραφο κι ακούν την παράδοση χωρίς να ενεργοποιούν τα άλλα
γνωστικά τους σχήματα δηλαδή δεν αναζητούν σημασιολογικές σχέσεις ανάμεσα σε
παλιές και σε νέες πληροφορίες δεν μπορούν να κωδικοποιήσουν να ανασύρουν και
να θυμηθούν τις νέες έννοιες και τις ιδέες που διδάσκονται. Είναι απαραίτητος
συνεπώς στην εκ-παιδευτικό διδακτική πράξη να γίνεται σύνδεση των νέων πληροφοριών
με τις προϋπάρχουσες παλιές του γνώσεις και πληροφορίες.
3.Ενεργητική συμμετοχή του μαθητή. Οι μαθητές πρέπει να παρωθούνται
να συμμετέχουν ενεργητικά κι όχι να είναι παθητικοί δέκτες στην επεξεργασία των
πληροφοριών. Η καλή επεξεργασία των πληροφοριών είναι απαραίτητη η διεργασία
για να καταγραφούν και να κωδικοποιηθούν οι νέες πληροφορίες ευκολότερα στο
μνημονικό σύστημα. Γι αυτό δεν αρκεί οι μαθητές να ακούν ή να παρατηρούν και να
δέχονται παθητικά αλλά πρέπει να συμμετέχουν ενεργητικά στη μαθησιακή
διαδικασία δηλαδή να είναι έτοιμοι να απαντούν σε ερωτήσεις ανάλυσης ,σύνθεσης και αξιολόγησης των
νέων πληροφοριών. Ενεργοποιημένη μάθηση σημαίνει επίσης πρακτική εξάσκηση. Για
να είναι αποτελεσματική η μάθηση οι μαθητές πρέπει να εξασκούνται να
χρησιμοποιούν και να εφαρμόζουν τις νέες πληροφορίες που μαθαίνουν.
4. Παραγωγή της επεξεργασμένης πληροφορίας. Οι μαθητές πρέπει να
παρακινούνται να παράγουν και όχι απλώς ξαναδιαβάζουν το υλικό που πρέπει να
μάθουν. Το αυτοπαραγόμενο υλικό που επεξεργάζεται ο ίδιος ο μαθητής ανασύρεται
ευκολότερα στη μνήμη από το υλικό που έχει απλώς διαβαστεί. Η μνήμη των μαθητών
βελτιώνεται περισσότερο όταν εξασκούνται σε αυτά που έχουν μάθει αναπαράγοντας
τα παρά όταν απλώς διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν κάτι. Η αναπαραγωγή μπορεί να
είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για να μάθει ο μαθητής το νέο λεξιλόγιο ,την ορθογραφία,
τις μαθηματικές πράξεις και τις βασικές έννοιες ενός γνωστικού αντικειμένου.
5. Συχνή αξιολόγηση της επίδοσης . Η αξιολόγηση της επίδοσης σε
ένα γνωστικό αντικείμενο με ερωτήσεις δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να
επεξεργάζονται καλύτερα πληροφορίες που πρέπει να θυμούνται. Η αξιολόγηση
γίνεται με ερωτήσεις αμέσως μετά τη διδασκαλία μιας θεματικής ενότητας καθώς
και με διάφορα κριτήρια και δοκιμασίες tests. Αποτελέσματα ερευνών δείχνουν
ότι οι μαθητές των οποίων η επίδοση αξιολογείται συχνά θυμούνται περισσότερο
από τους μαθητές των οποίων η επίδοση δεν αξιολογείται .
6.Η υπερμάθηση. Οι μαθητές πρέπει να
διδάσκονται ότι είναι απαραίτητο να μαθαίνουν περισσότερα από ότι χρειάζεται
για να πετύχουν το μαθησιακό στόχο. π.χ. εάν οι μαθητές μελετούν για μόνο όσα
πρέπει για να περάσουν ένα διαγώνισμα είναι ευάλωτοι στην παρεμβολή άλλων
ερεθισμάτων όπως το άγχος η διάσπαση της προσοχής κι άλλα που μπορεί να είναι
ανασταλτικοί παράγοντες για την επιβίωσή τους. Οι μαθητές πρέπει να διδάσκονται
στρατηγικές υπερμάθησης. Η υπερμάθηση αναφέρεται στη συνέχεια της μάθησης πέρα
από το σημείο της επαρκούς γνώσης του θέματος και έχει τη δυνατότητα να αυξάνει
τη συγκράτηση. Σε μερικές περιπτώσεις η υπερμάθηση κρίνεται απαραίτητη για την
κατανόηση και τη λύση των προβλημάτων. Παράδειγμα αν οι μαθητές πρόκειται να
εξεταστούν σε ένα διαγώνισμα για τη μάχη στα Δερβενάκια δεν αρκεί απλώς η
εξέταση του συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος μόνο το συμβάν. Απαραίτητο είναι
να γνωρίζουν οι μαθητές και τις συγκυρίες που οδήγησαν στη μάχη αυτή καθώς και
τις συνέπειες και τα αποτελέσματά της για τους Έλληνες και τους Τούρκους.
7.Χρησιμότητα
της νέας γνώσης. Εάν οι μαθητές κατανοήσουν τη σπουδαιότητα και τη
χρησιμότητα μιας νέας πληροφορίας θα τη θυμούνται καλύτερα. Είναι απαραίτητο ο
εκπαιδευτικός να εστιάζει την προσοχή των μαθητών σε ορισμένα σπουδαία σημεία
του μαθησιακού υλικού .Η παρώθηση για να θυμού-νται κάτι αποτελεί ένα
ισχυρό κίνητρο για να συγκρατήσουν στη μνήμη τους μια νέα πληροφορία. Φράσεις
όπως σημειώστε αυτό διότι θα του χρειαστούμε αργότερα, προσέξτε σας παρακαλώ
αυτές τις λεπτομέρειες, αυτό πρέπει να το θυμόμαστε καλά, κι άλλα βοηθούν
στην εστίαση της προσοχής σε συγκεκριμένα σημεία της διδακτικής ενότητας και
στην καλύτερη απομνημόνευσή τους .
8.Σύνδεση της νέας γνώσης με καταστάσεις εφαρμογής. Οι μαθητές πρέπει να συνδέουν
τις πληροφορίες που μαθαίνουν με τις περιστάσεις όπου θα τις χρησιμοποιήσουν. Η
σύνδεση αυ-τή βοηθάει στην οργάνωση της Μνήμης κι αυτοματοποιεί την ανάσυρση
των πληροφοριών.
9.Ανάπτυξη
μεταμνημονικών δεξιοτήτων. Οι μαθητές πρέπει να ενθαρρύνονται να αναπτύσσουν τις
δικές τους μνημονικές ικανότητες και τις στρατηγικές απομνημόνευσης. Μ' αυτόν
τον τρόπο βοηθούνται να αποκτήσουν μεταμνημονικές δεξιότητες οι οποίες με τη
σειρά τους βελτιώνουν τις μνημονικές ικανότητες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν
ο μαθητής πειστεί ότι οι διάφοροι συσχετισμοί, ρίμες και τα λοιπά βοηθούν στην
απομνημόνευση θα εφευρίσκει μόνος του σχετικές μνημονικές τεχνικές.
10.Η
μελέτη κι εξάσκηση είναι αποτελεσματικότερες όταν γίνονται με κατατετμημένο
τρόπο.
Οι πληροφορίες ανακαλούνται στη μνήμη καλύτερα όταν δίνονται κατά διαστήματα
και όχι ολικά. Σύμφωνα με έρευνες οι πληροφορίες οι οποίες μελετώνται περιοδικά
και τμηματικά δηλαδή σε μικρά και επαναλαμβανόμενα διαστήματα ενεργοποιούνται
περισσότερο από εκείνες οι οποίες μελετώνται συσσωρευμένες. Έτσι όταν η μελέτη
είναι κατατετμημένη στη διάρκεια όλης της μαθησιακής περιόδου έχει καλύτερα και
πιο μακροπρόθεσμα αποτελέσματα απ' ότι η μαζική εξάσκηση.
11.Ανάπτυξη και διατήρηση της προσοχής. Πρέπει να χρησιμοποιούνται οι
τεχνικές που ελκύουν και διατηρούν την προσοχή. Ο εκπαιδευτικός μπορεί να
χρησιμοποιεί τις ιδιότητες των ερεθισμάτων και τεχνικές που κάνουν τους μαθητές
να προσέξουν τις πληροφορίες και να τις θυμούνται.
12.Χρήση κατάλληλων τεχνικών επανάληψης. Σπάνια μαθαίνετε κάτι με την
πρώτη φορά. Ένας βασικός τρόπος με τον οποίο οι πληροφορίες κωδικοποιούνται και
συγκρατούνται στη μακρόχρονη Μνήμη είναι η επανάληψη επεξεργασίας. Χωρίς
τη γνώση στρατηγικών μάθησης ή την κατάλληλη καθοδήγηση από τον εκπαιδευτικό
πολλές φορές οι μαθητές οδηγούνται σε άσκοπη μηχανιστική επανάληψη δηλαδή απλώς
επαναλαμβάνουν τις λέξεις χωρίς να ψάχνουν για το νόημά τους ή να συνδέουν αυτά
που λένε με ότι ήδη γνωρίζουν. Η επανάληψη μπορεί να λάβει και τη μορφή των ανασκοπήσεων
και τον συνοψίσεων των κοινών σημείων ενός κεφαλαίου και να ζητηθεί
από τους μαθητές να τις μελετήσουν και να αξιολογηθούν σε αυτές. Η επανάληψη
δεν προσφέρει τίποτα αν ο μαθητής δεν κατανοήσει τα λάθη του. Είναι πιο αποτελεσματικό
να ζητάμε από τους μαθητές που κάνουν το λάθος για παράδειγμα στην ορθογραφία
να το κρατήσουν πρώτα σωστά μερικές φορές κι ύστερα να σκεφτούν γι αυτό παρά να
τους ζητάμε απλώς να το γράψουν πενήντα ή εκατό φορές.
13.Οργάνωση
της νέας γνώσης. Οι πληροφορίες που είναι συστηματικά και λογικά
οργανωμένες δηλαδή νοηματικά συνδεδεμένες συγκρατούνται και ανασύρονται
ευκολότερα απ' ότι οι μικρές νοηματικά ασύνδετες και αποσπασματικές γνώσεις. Η
ιεραρχική διάταξη, το προτασιακό-διασυνδετικό μοντέλο,το μοντέλο της
σημασιολογικής συγγένειας ,οι συνενώσεις είναι διάφοροι τρόποι σύμφωνα με
τους οποίους μπορεί να οργανωθεί συστηματικά μια νέα πληροφορία για να
συγκροτηθεί καλύτερα και να ανασυρθεί ευκολότερα. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να
οργανώσει συστηματικά το υλικό που θέλει να μάθουν οι μαθητές του και να
παρωθεί τους μεγαλύτερους να οργανώνουν μόνοι τους ότι έχουν μάθει. Για
παράδειγμα οι μαθητές εάν έχουν να μάθουν για τα φυλλοβόλα και αειθαλή δέντρα
πρέπει να δοθεί έμφαση στις διαφορές και τα κοινά χαρακτηριστικά τους ώστε να
πετύχουν την οργάνωση του μαθησιακού υλικού.
0 σχόλια: